- κατεπάγει
- κατεπάγωbring down uponpres ind mp 2nd sgκατεπάγωbring down uponpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεπάγω — (Α) 1. φέρω κάτι έπειτα από άλλο, επαναλαμβάνω κάτι γρήγορα 2. επιβάλλω κάτι σε κάποιον («οὐ πᾱσι κατεπάγει τιμωρίων ὁμοίως», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ άγω «επιφέρω»] … Dictionary of Greek